συγγραφέως

συγγραφέως
συγγραφέω̆ς , συγγραφεύς
one who collects and writes down historic facts
masc gen sg
συγγραφεύς
one who collects and writes down historic facts
masc nom sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μυκτήρας — ο (ΑΜ μυκτήρ, ῆρος) καθεμιά από τις δύο ελλειψοειδείς οπές τής κάτω βασικής επιφάνειας της μύτης, ρουθούνι («τὴν ἀναπνοήν περιωθεῑ κατά τήν τοῡ στόματος καὶ τήν τῶν μυκτήρων δίοδον», Πλάτ.) μσν. ράμφος αρχ. 1. συνεκδ. η ρίνα, η μύτη 2. η άκρη τού …   Dictionary of Greek

  • Αξιώτης, Παναγιώτης — (1840 – 1918).Πεζογράφος, δραματουργός και μεταφραστής. Έπειτα από τις γυμνασιακές σπουδές του, εγκαταστάθηκε στη Ρωσία και έγινε έμπορος σιτηρών. Συνδέθηκε εκεί με Ρώσους διανοούμενους και συγγραφείς και μετέφρασε πολλά έργα τους στα ελληνικά.… …   Dictionary of Greek

  • Γλέζος, Πέτρος — (Απείρανθος Νάξου 1902 – 1996). Νομικός και λογοτέχνης. Υπήρξε σύζυγος της συγγραφέως Διαλεχτής Ζευγώλη. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δημόσιος υπάλληλος στα υπουργεία Εθνικής Οικονομίας (1924 26) και… …   Dictionary of Greek

  • Γούλστονκραφτ, Μέρι — (Mary Wollstonecraft, 1759 – 1797). Αγγλίδα συγγραφέας και φεμινίστρια. Η Γ. υπήρξε πνεύμα τολμηρό και πρωτοπόρο στον τομέα της ισότητας των φύλων και υπερασπίστηκε φανατικά τα δικαιώματα των γυναικών στην εργασία και στην εκπαίδευση. Μετά τη… …   Dictionary of Greek

  • Έλιοτ, Τζορτζ — (George Elliot, Άρμπερι Φαρμ, Γουορικσάιρ 1819 – Τσέλσι, Λονδίνο 1880). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Αγγλίδας συγγραφέως Μέρι Αν Έβανς (Mary Ann Evans). Πέρασε τα παιδικά και τα πρώτα νεανικά της χρόνια στο Γουορικσάιρ –όπου διαδραματίζονται πολλά… …   Dictionary of Greek

  • Καρέλλη, Ζωή — (Θεσσαλονίκη 1901 – 1998). Φιλολογικό ψευδώνυμο της ποιήτριας, θεατρικής συγγραφέως, δοκιμιογράφου και ακαδημαϊκού Χρυσούλας Αργυριάδου. Σπούδασε ξένες γλώσσες και φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Λέσινγκ, Ντόρις Μέι — (Doris May Lessing, Κερμανσάχ, Ιράν 1919 –). Βρετανίδα συγγραφέας. Ο πατέρας της, ο οποίος ήταν ανάπηρος, βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, υπηρετούσε ως υπάλληλος της Αυτοκρατορικής Τράπεζας της Περσίας και η μητέρα της ήταν νοσοκόμα. Το 1925 …   Dictionary of Greek

  • Μέντες, Σαμ — (Sam Mendes, Ρέντινγκ 1965 –). Βρετανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γιος ενός λέκτορα πανεπιστημίου και μιας συγγραφέως παιδικών βιβλίων, σπούδασε στο Κέιμπριτζ και ασχολήθηκε με την σκηνοθεσία θεατρικών έργων …   Dictionary of Greek

  • Μπερνάρ, Σάρα — (Sarra Bernhardt, Παρίσι 1844 – 1923). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της εβραϊκής καταγωγής Γαλλίδας ηθοποιού, συγγραφέως και θεατρικής δραματουργού Ανριέτ Ροζέν Μπερνάρ (Henriette Rosine Bernard). Κόρη Εβραίων, οι οποίοι έγιναν μετά καθολικοί, εκδήλωσε …   Dictionary of Greek

  • Νιέμτσοβα, Μποζένα — (Bozena Nemcova, Βιέννη 1820 – Πράγα 1862). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της συγγραφέως τσεχικής καταγωγής, Μπάρμπορα Πάνκλοβα. Κόρη μιας Τσέχας υπηρέτριας και ενός Αυστριακού αμαξά, πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο Ρατιμπόρζιτσε, κοντά στη γιαγιά της.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”